- πρασινίζον
- πρασινίζωpres part act masc voc sgπρασινίζωpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκοπυρίτης — Ορυκτό. Είναι ο θειούχος χαλκός και θειούχος σίδηρος. Έχει χημικό τύπο CuFeS2 και κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα. Ο χ. έχει σκληρότητα 3,5 4, ειδικό βάρος 4,1 4,3 και χρώμα ορειχαλκόχρωμο πρασινίζον με λάμψη μεταλλική. Παρουσιάζει… … Dictionary of Greek